ερημώνω

ερημώνω
ερήμωσα, ερημώθηκα, ερημωμένος
1. μτβ., καταστρέφω τα πάντα σ' έναν τόπο, ρημάζω: Ο τυφώνας ερήμωσε τον τόπο.
2. αμτβ., μένω, γίνομαι έρημος: Ερήμωσε η ύπαιθρος από την αστυφιλία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ερημώνω — ερημώνω, ερήμωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ερημώνω — και ερημώ (AM ἐρημῶ, όω) [έρημος] 1. κάνω κάτι έρημο 2. (γενικά) αρπάζω, καταστρέφω, ρημάζω, λεηλατώ 3. μένω έρημος νεοελλ. (αμτβ.) μένω έρημος, ερημώνομαι, αδειάζω («ερήμωσαν οι χώρες», Βαλαωρ.) μσν. αρχ. μέσ. ερημώνομαι στερούμαι αρχ. 1. αφήνω… …   Dictionary of Greek

  • εξερημώνω — (AM ἐξερημῶ, όω) [ερημώνω] ερημώνω εντελώς, ρημάζω («πῶς ἄν οὖν μᾱλλον ἐξερημώσαιεν ἄνθρωποι οἶκον», Δημοσθ.) αρχ. 1. εξολοθρεύω, αφανίζω («ἡμᾱς τ ὀλέσθαι κἀξερημῶσαι γένος», Σοφ.) 2. (για στρατεύματα) εκκενώνω έναν τόπο, τόν αφήνω απροστάτευτο …   Dictionary of Greek

  • καταδηώ — καταδῃῶ και καταδηιῶ, όω (Α) λεηλατώ, ερημώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δῃῶ «ερημώνω, λεηλατώ»] …   Dictionary of Greek

  • ρημώνω — Ν ερημώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημώνω, με σίγηση τού αρκτικού άτονου ε (πρβλ. ρημάζω)] …   Dictionary of Greek

  • άγω — (Α ἄγω) 1. οδηγώ, φέρνω, κατευθύνω, διευθύνω στα αρχ. χρησιμοποιείται συνήθως για έμψυχα σε αντιδιαστολή προς το φέρω που χρησιμοποιείται για άψυχα με την ίδια σημασία και χρήση απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή (απρμφ. a ke) 2. μεταβαίνω σε κάποιο τόπο,… …   Dictionary of Greek

  • ακέραιος — Ολόκληρος, πλήρης, ανέπαφος, σώος· ανόθευτος, άδολος, τίμιος. (Μαθημ.) Α. αριθμός. Οι α. θετικοί ή φυσικοί αριθμοί αποτελούν ένα από τα θεμέλια της μαθηματικής επιστήμης και πρέπει να θεωρούνται προμαθηματικές έννοιες που έχουν αποκτηθεί από… …   Dictionary of Greek

  • ανασκευάζω — (Α ἀνασκευάζω) [σκευάζω] 1. αναιρώ, ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία αρχ. Ι. ενεργ. 1. ετοιμάζω τις αποσκευές για αναχώρηση 2. απογυμνώνω, ερημώνω, καταστρέφω II. μέσ. 1. διαλύω το στρατόπεδο και αναχωρώ 2. διαλύομαι, χρεωκοπώ …   Dictionary of Greek

  • απόλλυμι — ἀπόλλυμι κ. ύω κ. ἀπόλλω (AM) [όλλυμι] Ι. 1. καταστρέφω, αχρηστεύω, ερημώνω 2. εξολοθρεύω, σκοτώνω 3. ενοχλώ μέχρι θανάτου, οδηγώ κάποιον σε αδιέξοδο με τα λόγια μου 4. διαφθείρω (γυναίκα) 5. χάνω II. ( μαι) 1. αφανίζομαι, καταστρέφομαι 2.… …   Dictionary of Greek

  • δαΐζω — (I) δαΐζω (Α) 1. διαχωρίζω, σχίζω στα δύο, χωρίζω 2. τεμαχίζω, σφάζω, φονεύω («δαΐζων ἵππους τε καὶ ἀνέρας) 3. (για πόλεις) καταστρέφω, ερημώνω 4. (για τα μαλλιά) ξεριζώνω («χερσί κόμην ἤσχυνε δαΐζων») 5. βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι («ὥρμανε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”